ΑΛΚΗΕΣΣΑ
Χτύπησε τις παλάμες της και αυτόματα η Αλκήεσσα άρχισε να απαγγέλει μηχανικά κομμάτια ολόκληρα από τον Προμηθέα Δεσμώτη.
«Έτσι, μπράβο! Εκπαιδεύτηκες καλά. Είδες τι κάνει ένα καλό χέρι ξύλο; Είσαι σαν την αρκούδα που χορεύει στα πανηγύρια». Η Αλκήεσσα συνέχιζε την απαγγελία, μέχρι να ακούσει την εντολή να σταματήσει.
«Εγώ όμως είμαι ο αρκουδιάρης!» Συνέχισε η άλλη. «Τα χειροκροτήματα δεν τα εισπράττει η αρκούδα, μα ο αρκουδιάρης που την εκπαίδευσε». Έσκυψε πάλι επάνω της. «Πώς το βλέπεις, λοιπόν, το μέλλον; Ποιος είναι ο κόσμος σου στο μέλλον; Ο δικός μου ο κόσμος είναι σαν των ζώων, να, σαν τους μεταξοσκώληκες που τρώνε το μουρόφυλλό τους και σκαρφαλώνουν πάνω του. Δεν τους νοιάζει τι θα βρουν μετά, δεν τους απασχολεί. Σου το ’χω ξαναπεί. Είναι ευτυχισμένα. Τέτοιος είναι ο δικός μου κόσμος. Ο κόσμος του τώρα. Θα πατήσω πάνω σου για να φτιάξω το κουκούλι μου, θα αναγεννηθώ σαν νέα πεταλούδα. Θα στύψω όλη σου τη δύναμη, θα πλυθώ μ’ αυτήν, θα βαφτιστώ με τ’ όνομά σου, θα γίνω εγώ εσύ. Είμαι εσύ. Εσύ είσαι νεκρή. Ένα άδειο τσόφλι είσαι».
Φθινόπωρο 1147 μ.Χ. Οι Νορμανδοί της Σικελίας εισβάλλουν στον ελλαδικό χώρο, λεηλατούν Κόρινθο και Θήβα και σύρουν αιχμαλώτους χιλιάδες εργάτες μετάξης στη Σικελία, να εργαστούν στα βασιλικά εργαστήρια.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους βρίσκονται και δύο κορίτσια που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους και που κάποια μοιραία στιγμή θα έρθουν κοντά.
Και τότε η συνάντηση θα γίνει η αρχή του αγώνα για επιβίωση, αναγνώριση και ταυτότητα.