“Μούδιασαν ο Λάμπης με την Ευδοξούλα. Το αίμα έφυγε απ’ τις φλέβες τους. Ο Γκέτζος, ίδιος ο σατανάς, αρπάζει τον Αλέξανδρο απ’ τα χέρια του Γερμανού, του παίρνει και την ξιφολόγχη. Αυτός θέλει τώρα να κάνει τη θυσία, να χορτάσει τη μάνητά του απ’ το αίμα του παιδιού. Βουβό το μωρό, αποκαρωμένο, χωρίς αισθήσεις λες, πετιέται στον αέρα απ’ το χέρι του σπιούνου. Μικρό πουλί μ’ αδύναμες φτερούγες, και πώς να πετάξει να σωθεί; Η βαρύτητα της γης το τραβά από ψηλά, πέφτει. Μια ξιφολόγχη ορθώνεται από κάτω του.
Ακόμα και τ’ ατσάλι δε βαστά στη θέα του παιδιού, καθώς έρχεται απάνω του, λυγίζει το μέταλλο, γέρνει σαν λιωμένο κερί στο πλάι να το αποφύγει. Μα, κάτι πιο σκληρό κι απ’ τ’ ατσάλι το χουφτιάζει και το ξαναστήνει ολόρθο. Δάκρυσε αίμα τ’ ατσάλι. Αίμα ζεστό, βελούδινο· αίμα αθώου παιδιού.
«Αλέξανδρεεε!», ήχησε η φωνή της μάνας κι αντιλάλησε στα κορφοβούνια ο σπαραγμός της, ράγισαν οι πέτρες..”
-Απόσπασμα από το βιβλίο του Mario Morati “Η εκδίκηση του Αλέξανδρου”